ολάκριβος

ολάκριβος
η , ο самый дорогой, любимый; ценный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ολάκριβος" в других словарях:

  • ολάκριβος — η, ο πολύ ακριβός, πολύτιμος, πολύ αγαπητός. επίρρ... ολάκριβα πολύ ακριβά, πολύτιμα, αγαπητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ακριβός] …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»